σφηκοφωλέα

σφηκοφωλέα
η, Ν
βλ. σφηκοφωλιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σφηκοφωλιά — και σφηγκοφωλιά και λόγιος τ. σφηκοφωλέα, Ν 1. φωλιά σφηκών 2. μτφ. α) ομάδα ύποπτων ατόμων β) τόπος όπου συχνάζουν ύποπτα άτομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, ηκός / σφήκα + φωλέα / φωλιά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”